κουτούπωμα

κουτούπωμα
το [κουτουπώνω]
1. επίθεση εναντίον κάποιου, κακοποίηση, ξυλοδαρμός
2. βίαιη ερωτική επίθεση και εκτέλεση τής γενετήσιας πράξης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”